- κατασυρίζω
- κατασυρίζω και κατασυρίττω (AM)μσν.(ενεργ. μτβ.) καταδιώκω κάποιον σφυρίζοντας αποδοκιμαστικάαρχ.παθ. κατασυρίζομαιμουσ. συνοδεύω, ακολουθώ το μέλος τής σύριγγας*, ακομπανιάρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + συρίζω «σφυρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.